ἐκβεβιασμένος

ἐκβεβιασμένος
ἐκβιάζω
to force out
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκβιάζω — (AM ἐκβιάζω) αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτι νεοελλ. 1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά») 2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσα («εκβιάζω τη μετάθεσή μου») 3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσα αρχ. 1. διώχνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”